LE MEPRIS (Η ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ)ΤΟΥ JEAN LUK GODARD

Κριτική κινηματογράφου

Γράφει ο Κώστας Βλάχος

Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 εμφανίστηκε μια τάση αλλαγής της κινηματογραφικής γλώσσας σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο που εκφράστηκε κυρίως με τη Nouvelle Vague (Νέο Κύμα). Η παρουσία της ήταν τόσο καταλυτική που μερικοί ιστορικοί του σινεμά οριοθετούν τα δρώμενα αυτής της τέχνης πριν και μετά από την εμφάνιση του καλλιτεχνικού αυτού κινήματος. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο κινηματογράφος ήταν δυνατό να προσεγγίσει τη μορφή δοκιμίου καταργώντας τις υφιστάμενες, την εποχή εκείνη, συμβάσεις της ακαδημαϊκής έκφρασης. Συντελεστές του κινήματος ήταν οι κριτικοί του περιοδικού “Τετράδια Σινεμά” (Cahiers du Cinema), οι οποίοι πέρασαν αμέσως στη σκηνοθεσία (Φρανσουά Τρυφώ, Κλώντ Σαμπρόλ, Έρικ Ρομέρ, Ζαν Λυκ Γκοντάρ και άλλοι).

Η αμφισβήτηση ήταν καθολική. Άρνηση του καθιερωμένου στυλ ανάπτυξης, κατάργηση του happy end, αδιαφορία για τη μετάδοση μηνύματος, διάλογοι καθημερινοί και ζωντανοί, ήρωες και συμπεράσματα αμφίσημα. Έντονα στοιχεία αυτοσχεδιασμού, χαλαρή αφήγηση, ανατροπές και περιορισμένο ενδιαφέρον για την κατάδειξη αιτίου-αποτελέσματος. Απλά η ζωή ως έχει.

Οι χαμηλοί προϋπολογισμοί είχαν ως αποτέλεσμα μια ευελιξία στη σχέση με τους παραγωγούς, γεγονός που επέτρεπε μεγάλη ελευθερία κινήσεων στην καλλιτεχνική διαχείριση της ταινίας. Το κίνημα είχε διάρκεια περίπου δέκα χρόνια 1958 -1968, με πολλούς από τους πρωταγωνιστές του να έχουν ενεργή συμμετοχή στα γεγονότα του Γαλλικού Μάη.

Ο επιφανέστερος σκηνοθέτης αυτής της περιόδου και κύριος εκφραστής του κινήματος ήταν ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ (1930-2022). Ήταν αυτός που περισσότερο από όλους αμφισβήτησε ευθέως τους παραδοσιακούς κώδικες του Χόλυγουντ και επηρέασε σε μέγιστο βαθμό τόσο τους σύγχρονους με αυτόν κινηματογραφιστές όσο και τους μεταγενέστερους. Θεωρείται από τους ιστορικούς του σινεμά ως ο «Πάπας» του Νέου Κύματος. “Η Περιφρόνηση” (1963) είναι μία από τις καλύτερες ταινίες του και παραδόξως η πιο συντηρητική σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του (Με κομμένη την ανάσα, Ο τρελός Πιερό, Αλφαβίλ, Ζούσε την ζωή της και πλήθος άλλων) και βασίζεται σε έργο του Ιταλού συγγραφέα Αλμπέρτο Μοράβια.

Ο πλούσιος Αμερικανός παραγωγός Τζέρεμι Πρόκος (Τζακ Πάλανς) προσλαμβάνει έναν σκηνοθέτη (τον ρόλο υποδύεται ο πραγματικά σπουδαίος Αυστριακός σκηνοθέτης Φριτς Λανγκ, δημιουργός του πρωτοποριακού για την εποχή του έργου “Μετρόπολις” – 1927) για να δημιουργήσει μια ταινία βασισμένη στην Οδύσσεια του Ομήρου. Μη μένοντας ευχαριστημένος από την καλλιτεχνική και καθόλου εμπορική προσέγγιση του σκηνοθέτη, προτείνει στον ταλαντούχο συγγραφέα και σεναριογράφο Πώλ Ζεβάλ (Μισέλ Πικολί) να γράψει ένα πιο χαλαρό σενάριο πάνω στην Οδύσσεια με στόχο κυρίως την ταμειακή επιτυχία. Οι δισταγμοί του σεναριογράφου κάμπτονται μετά και την κυνική παρατήρηση του παραγωγού ότι είναι αναπόφευκτο να δεχθεί, μιας και έχει ανάγκη τα λεφτά και επί πλέον έχει μια πολύ όμορφη γυναίκα. Η γυναίκα του είναι η Καμίλ (Μπριζίτ Μπαρντώ) αδιανόητα όμορφη, ένα κυριολεκτικά ζωντανό έργο τέχνης. Ο σεναριογράφος θα δεχθεί, η σχέση του με την γυναίκα του θα καταρρεύσει και η ιστορία θα καταλήξει σε ένα τραγικό φινάλε.

Το προφανές θέμα που πραγματεύεται εδώ ο Γκοντάρ είναι η σχέση κεφαλαίου και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Δεν υπάρχει τέχνη περισσότερο εξαρτημένη από το κεφάλαιο όσο ο κινηματογράφος και περί αυτού πολλά έχουν να πουν οι Αμερικανοί σκηνοθέτες μονίμως καταδυναστευόμενοι από τους δραχμοφονιάδες και συνήθως άξεστους παραγωγούς. Οι κατά καιρούς συγκρούσεις μεταξύ τους, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν λήξει με νίκη των παραγωγών. Στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές οι σκηνοθέτες προσπαθούν να ενσωματώσουν όσα στοιχεία του προσωπικού τους οράματος μπορούν στο τελικό προϊόν. Διότι ο κινηματογράφος είναι καθαρά βιομηχανικό προϊόν και οι χρηματοδότες ακολουθούν πιστά τους κανόνες της αγοράς.

Η αλλοτρίωση μέσω της υποταγής στο χρήμα επιφέρει και διαφοροποίηση στις προσωπικές σχέσεις, που στην ταινία εκφράζεται με την περιφρόνηση της Καμίλ προς τον σύζυγό της μετά τον συμβιβασμό του. Η απόφαση του σεναριογράφου να την αφήσει μόνη με τον παραγωγό θα ολοκληρώσει την αποξένωση και η ερωτική τους σύνδεση θα ακολουθήσει ως φυσικό αποτέλεσμα. Η υπεράσπιση της ελευθερίας έκφρασης και της καλλιτεχνικής αυτοτέλειας απαιτεί θυσίες και σταθερή στάση μάχης, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να χαθούν όλα. Αν αφεθείς στην εκπόρνευση, διότι περί αυτού πρόκειται, αρνούμενος να στηρίξεις με όλα τα μέσα το προσωπικό σου όραμα, αλλά και την αξιοπρέπεια σου, είναι βέβαιο ότι θα εκπέσεις στη χυδαιότητα την οποία εκπροσωπεί με χαρακτηριστική επάρκεια ο Τζακ Πάλανς (παραγωγός). Η τέχνη και το εμπόριο δεν φαίνεται να είναι συμβατά κατά τον Γκοντάρ.

Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι οι παραγωγοί, για ευνόητους λόγους, απαίτησαν γυμνικές σκηνές με την Μπαρντώ, της οποίας η αμοιβή ήταν ο μισός προϋπολογισμός της ταινίας. Το φιλμ πρέπει να υπερκαλύψει την επένδυση για να υπάρξει επόμενο φιλμ.

Το έργο γυρίστηκε στην Ιταλία (στα στούντιο της Τσινετσιτά και στο μαγικό Κάπρι). Ήταν μια παραγωγή του Κάρλο Πόντι, ο οποίος υπέδειξε ως πρωταγωνιστές τον Μαστρογιάννη και την Λώρεν, γεγονός που ο Γκοντάρ απέκλεισε κατηγορηματικά. Ο Ζωρζ Ντελερύ με την εντυπωσιακή μουσική του χρωματίζει με αισθήματα το φιλμ. Οι ηθοποιοί είναι απλά υποδειγματικοί με καλύτερη επίδοση αυτή της Μπαρντώ.

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια. Γιατί δεν ξεκινάτε τη συζήτηση;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *