Γράφει ο Δημήτρης Φιλελές
Λογοτέχνης, Φωτογράφος,
http://dimitrisfileles.blogspot.com/

Κάθε Οκτώβρη φέρνουμε στη μνήμη μας όλους εκείνους που θυσιάστηκαν χωρίς δισταγμό για να αποκρούσει η Ελλάδα αρχικά την ιταλική εισβολή και, λίγο αργότερα, την ενορχηστρωμένη απρόκλητη επίθεση των ιταλικών και γερμανικών δυνάμεων του άξονα ταυτόχρονα. Στον αγώνα για την ελευθερία συμμετείχαν από την πρώτη στιγμή και οι ποιητές, άλλοι πολεμώντας στο ελληνο-αλβανικό μέτωπο και άλλοι, παρωχημένης ηλικίας, με την αδάμαστη πένα στο χέρι.
Λίγες μόνο μέρες μετά την ιταλική επίθεση, ο γηραιός Κωστής Παλαμάς απευθύνει στα νιάτα του τόπου το ποίημά του «Στη νεολαία μας!»:

Αυτό κρατάει ανάλαφρο μέσ’ την ανεμοζάλη,
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω δεν έχω άλλο κανένα,
Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!
Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Οκτώβρης 1940» τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς, στο οποίο αποτυπώνει το κύμα ευφορίας που επικρατεί ανάμεσα σ’ εκείνους που τραβούν για το μέτωπο με το κεφάλι ψηλά και με τη βεβαιότητα πως το δίκιο πάντα θριαμβεύει.
Ανοίγουν τα παράθυρα
κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
και φεύγουν όλοι.
Γέμισαν οι πόλεις τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας
κι η Ελλάδα λάμπει μες στα φώτα των ονείρων μας.
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθάριο πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο,
χαιρετάει τους δρόμους που τραβούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο,
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκιων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο βάθος του δρόμου,
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τα τρένα περιμένουνε
σφυρίζουν για λίγο έξω από την πόλη,
ακούγονται οι αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο!
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο.
Μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.
Ο Νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, πολεμιστής του μετώπου ο ίδιος, μας μεταφέρει την τραγική πραγματικότητα τυλιγμένη στο δικό του ποιητικό φως μέσα από το έργο του «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (απόσπασμα):

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο ποιητής που παρέμεινε διά βίου πιστός στην τελική επικράτηση της ομορφιάς στη ζωή, που βρέθηκε κι αυτός στην πρώτη γραμμή της φωτιάς στα υψώματα της Κλεισούρας, γράφει το επικό ποίημα «Μάνα και γιος», ένα δοξαστικό στις ατρόμητες γυναίκες της Ηπείρου.

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να’ χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων… »
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ’ την άλλη.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο αντιστασιακός Ηπειρώτης ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας στο εξίσου επικό του ποίημα «28 Οκτωβρίου» (απόσπασμα), με το οποίο δοξάζει τόσο τον τιτάνιο αγώνα του ελληνικού στρατού απέναντι στις σιδερόφρακτες ορδές των ναζί όσο και την ηρωική συνεισφορά των γυναικών της Ηπείρου, που σκαρφάλωσαν σαν ακάματα υποζύγια στις χιονοσκέπαστες βουνοκορφές.
Κίνησαν τότε κατ’ εμάς τα εκατομμύρια
κι οι λόγχες που θα μας τσακίζαν τα πλευρά,
μα δεν αργήσαν ν’ ακουστούν τα νικητήρια
με το δικό μας τον «αέρα!» βροντερά.
Γεια σας, της Αλβανίας απλόκαρδοι φαντάροι,
που ανήξεροι νικήσατε όλα τα στοιχειά
και που χωρίς νεφέλη δόξας να σας πάρει
δε θα ’χετε ποτέ απ’ το έθνος αστοχιά.
Γεια σας κι οι κουβαλήτρες, οι παλληκαρούδες
γυναίκες απ’ την Πίνδο, η ρίζα κι η ψυχή,
θα’ χουν να λεν οι νιοι σα γίνουνε παππούδες
για κείνο το κατόρθωμά σας στην αρχή.
Τα ανεπανάληπτα κατορθώματα οδήγησαν από την αναγκαστική υποχώρηση στην Εθνική μας Αντίσταση, την οποία ο Άγγελος Σικελιανός ύμνησε με το ποίημά του «Αντίσταση» ο μεγάλος Άγγελος Σικελιανός.

Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος
Εδώ σηκώνετ’ όλ’ η γη με τους αποθαμένους
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω – απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους,
φωτάει με μιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες
– χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια,-
κ’ είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες.
Ο ποιητής που αψήφησε τους φασίστες κατακτητές και εκφώνησε το ποίημά του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» (απόσπασμα) στην κηδεία του Κωστή Παλαμά στις 28 Φεβρουαρίου 1943.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
[…]
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
[…]
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη!
Έκαστος εφ’ ω ετάχθη, με όπλο την πένα στο χέρι και με φλόγα στην καρδιά, μας φωτίζουν τον δρόμο του χρέους.